παραφυλάξῃ

παραφυλάξῃ
παραφυλάσσω
watch beside
aor subj mid 2nd sg
παραφυλάσσω
watch beside
aor subj act 3rd sg
παραφυλάσσω
watch beside
fut ind mid 2nd sg
παραφυλάσσω
watch beside
aor subj mid 2nd sg
παραφυλάσσω
watch beside
aor subj act 3rd sg
παραφυλάσσω
watch beside
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραφύλαξη — η / παραφύλαξις, άξεως, ή ΝΜΑ [παραφυλάσσω] η κρυφή παρακολούθηση, το παραφύλαγμα, το παραμόνεμα, η φρούρηση …   Dictionary of Greek

  • παραφύλαξη — η κρυφή παρακολούθηση, παραφύλαγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενέδρα — η (AM ἐνέδρα) 1. παραφύλαξη, καρτέρι («ἅμα δὲ τοῑς πολεμίοις ἐνέδραι κατασκευάζονται», Ξεν.) 2. απάτη, επιβουλή («δόλου καὶ ἐνέδρας πλήρης», Πλάτ.) αρχ. 1. θέση, τοποθέτηση σ ένα τόπο («τῶν δὲ ναρθήκων τὰς ἐνέδρας φυλάττεσθαι», Ιπποκρ.) 2. τα… …   Dictionary of Greek

  • επιτήρηση — η (AM ἐπιτήρησις) [επιτηρώ] επίβλεψη, παρακολούθηση, εποπτεία («αστυνομική επιτήρηση») 2. προσεκτική παρατήρηση για έλεγχο («επιτήρηση στις εξετάσεις») μσν. (με εχθρ. σημ.) παραμόνευση, παραφύλαξη αρχ. 1. προσεκτική παρατήρηση 2. τήρηση 3. το… …   Dictionary of Greek

  • καρτέρι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 301 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαργαριτίου του νομού Θεσπρωτίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 21 χλμ. ΝΑ της Ηγουμενίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαργαριτίου. 2.… …   Dictionary of Greek

  • παραφύλαγμα — το, ΝΜΑ [παραφυλάσσω] νεοελλ. κρυφή παρακολούθηση, παραφύλαξη, παραμόνεμα μσν. αρχ. επιτήρηση, προσοχή, προφύλαξη, επιφυλακή …   Dictionary of Greek

  • ενέδρα — η 1. παραφύλαξη, παραμόνεμα, καρτέρι. 2. ο τόπος όπου γίνεται το καρτέρι καθώς και τα άτομα που ενεδρεύουν. 3. η μυστική εγκατάσταση στρατιωτικού τμήματος κοντά σε πέρασμα για αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον εχθρού που θα περάσει από εκεί. 4. μτφ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρτέρι — το ενέδρα, παραφύλαξη: Έστησαν καρτέρι και τον έπιασαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φύλαγμα — το, ατος 1. η φύλαξη, η προφύλαξη: Φύλαγμα από το κρύο. 2. η φρούρηση: Το φύλαγμα των φυλακισμένων γίνεται από τους χωροφύλακες. 3. η παραφύλαξη, το παραμόνεμα, η ενέδρα: Τον σκότωσε ύστερα από φύλαγμα πολλών ωρών στο χαντάκι του δρόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”